βατραχάκι

βατραχάκι
το
μικρός βάτραχος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βατράχι — και βατράχιο, το (AM βατράχιον) 1. μικρός βάτραχος, βατραχάκι 2. βάτραχος 3. κύστη του υπογλώσσιου σιαλογόνου αδένα που οφείλεται σε απόφραξη του εκφορητικού πόρου του 4. κοινή ονομασία του γένους φυτών Ρανούγκουλος | | νεοελλ. ιστίο σε σχήμα… …   Dictionary of Greek

  • μπακακάκι — το [μπάκακας] βατραχάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”